συνέχεια

συνέχεια
η 1.
1) продолжение;

η συνέχεια ακολουθεί — или έπεται συνέχεια — продолжение следует;

η συνέχεια στην επόμενη σελίδα — продолжение на следующей странице;

2) непрерывность, беспрерывность, продолжительность;
3) последовательность, порядок;

χάνω τη συνέχεια — терять нить (разговора, выступления и т. п.);

§ εν συνέχεία — потом;

κατά συνέχεια — последовательно, в порядке следования (одного за другим);

2. επίρρ. подряд, всё время, без перерыва, беспрерывно, постоянно;

συνέχεια βρέχει — всё время идёт дождь;

πέντε μέρες συνέχεια — пять дней подряд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συνέχεια" в других словарях:

  • συνεχείᾳ — συνεχείᾱͅ , συνέχεια continuity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέχεια — continuity fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέχεια — η, ΝΜΑ [συνεχής] (για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθία νεοελλ. 1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια τού άρθρου δημοσιεύεται αύριο») 2. σημείο στίξης [ ] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη… …   Dictionary of Greek

  • συνέχεια — η 1. συνεχής ακολουθία, έλλειψη διακοπής: Δε διακόπηκε η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. 2. αυτό που ακολουθεί: Τη συνέχεια της υπόθεσης αυτής θα την παρακολουθήσουμε στην επόμενη εκπομπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεχείας — συνεχείᾱς , συνέχεια continuity fem acc pl συνεχείᾱς , συνέχεια continuity fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνεχείᾳ — συνεχείᾱͅ , συνέχεια continuity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχείαι — συνεχείᾱͅ , συνέχεια continuity fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεχείαις — συνέχεια continuity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέχειαι — συνέχεια continuity fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέχειαν — συνέχεια continuity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»